Ο όρος 'good will' παραπέμπει στον όρο 'goodwill'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'good will' is cross-referenced with 'goodwill'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| goodwill n | (kindness) | καλή θέληση επίθ + ουσ θηλ |
| | We helped the neighbors repair their fence as a gesture of goodwill. |
| | Βοηθήσαμε τους γείτονες να επισκευάσουν τον φράκτη τους ως κίνηση καλής θέλησης. |
| goodwill n | (consent, willingness) | καλή θέληση, καλή διάθεση επίθ + ουσ θηλ |
| | Very few people pay their taxes with complete goodwill. |
| | Πολύ λίγοι πληρώνουν τους φόρους τους με εντελώς καλή θέληση. |
| goodwill n | (business asset) (επιχειρήσεις) | φήμη και πελατεία φρ ως ουσ θηλ |
| | | άυλα περιουσιακά στοιχεία περίφρ |
| | | υπεραξία ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά, καθομ) | αέρας ουσ αρσ |
| | The price of the business reflects both tangible assets and goodwill. |
| | Η τιμή της εταιρείας αντικατοπτρίζει και τα κινητά και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία. |